ὑποκορισμός — blandishments masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκορισμός — ο η σμίκρυνση έννοιας, η χρήση υποκοριστικών τύπων, το χαϊδευτικό όνομα: Η μάνα ονομάζει το παιδί της με υποκορισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκορισμοῖς — ὑποκορισμός blandishments masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμοί — ὑποκορισμός blandishments masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμοῦ — ὑποκορισμός blandishments masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμούς — ὑποκορισμός blandishments masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμῶν — ὑποκορισμός blandishments masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμῷ — ὑποκορισμός blandishments masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμόν — ὑποκορισμός blandishments masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek