υποκορισμός

υποκορισμός
ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία τής γλώσσας μέσω τής οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση τής σημασίας τής πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκορισμός — blandishments masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκορισμός — ο η σμίκρυνση έννοιας, η χρήση υποκοριστικών τύπων, το χαϊδευτικό όνομα: Η μάνα ονομάζει το παιδί της με υποκορισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποκορισμοῖς — ὑποκορισμός blandishments masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμοί — ὑποκορισμός blandishments masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμοῦ — ὑποκορισμός blandishments masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμούς — ὑποκορισμός blandishments masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμῶν — ὑποκορισμός blandishments masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμῷ — ὑποκορισμός blandishments masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορισμόν — ὑποκορισμός blandishments masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”